Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Αθηνών, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Εδρεύει στην Αθήνα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 144 ενοριακοί ιεροί ναοί, 12 κοιμητηρίων και 9 μοναστηριακοί, στους οποίους υπηρετούν 486 εφημέριοι και 40 διάκονοι. Για την πλέον άρτια και αποδοτική περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω… … Dictionary of Greek
Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… … Dictionary of Greek
Δαιδαλίδες — Αρχαίος δήμος της Αττικής, από τους μικρούς, που ανήκε στην Κεκροπίδα φυλή. Περιλάμβανε τη σημερινή περιοχή ανάμεσα στο Πεδίο του Άρεως και στα Τουρκοβούνια. Ονομάστηκε έτσι από τον μυθικό Δαίδαλο που, όταν σκότωσε από αντιζηλία τον μαθητή του… … Dictionary of Greek
ιππουρίτης — (Ηippurites). Γένος ελασματοβραγχίων μαλακίων που έχει εκλείψει. Το όστρακό τους ήταν εξαιρετικά παχύ και ογκώδες και σχημάτιζε δύο άνισα ανοίγματα. Το δεξί είχε κωνική μορφή, ενώ το αριστερό ήταν μικρότερο και χρησίμευε ως επιστόμιο. Τα ζώα αυτά … Dictionary of Greek
κρητιδικό — Η πιο πρόσφατη περίοδος του μεσοζωικού αιώνα. Η ονομασία της προέρχεται από την κρητίδα, τη γνωστή κιμωλία, πέτρωμα μαλακό, ασβεστολιθικό και σχεδόν λευκό, που αποτέθηκε κατά το τέλος του κ. σε εκτεταμένες ζώνες της βορειοανατολικής Ευρώπης (για… … Dictionary of Greek