Τουρκοβούνια

Τουρκοβούνια
Οροσειρά μικρού ύψους στο αθηναϊκό λεκανοπέδιο, ΒΑ του Λυκαβηττού. Σύμφωνα με μια εκδοχή, η ονομασία Τ. προέρχεται από την εκεί στρατοπέδευση, για αρκετό διάστημα, των Τούρκων στρατιωτών κατά τις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Αθήνας το 1456. Τα Τ. παλαιότερα ονομάζονταν και Λυκοβούνια, ίσως γιατί ζούσαν εκεί λύκοι. Ακατοίκητη περιοχή έως πριν από λίγα χρόνια, τα Τ. άρχισαν σήμερα να καλύπτονται από οικοδομές που προχωρούν ολοένα και περισσότερο από τα χαμηλά προς τα ψηλότερα. Άποψη των Τουρκοβουνίων από τον Υμηττό (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Αθηνών, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Εδρεύει στην Αθήνα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 144 ενοριακοί ιεροί ναοί, 12 κοιμητηρίων και 9 μοναστηριακοί, στους οποίους υπηρετούν 486 εφημέριοι και 40 διάκονοι. Για την πλέον άρτια και αποδοτική περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω… …   Dictionary of Greek

  • Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… …   Dictionary of Greek

  • Δαιδαλίδες — Αρχαίος δήμος της Αττικής, από τους μικρούς, που ανήκε στην Κεκροπίδα φυλή. Περιλάμβανε τη σημερινή περιοχή ανάμεσα στο Πεδίο του Άρεως και στα Τουρκοβούνια. Ονομάστηκε έτσι από τον μυθικό Δαίδαλο που, όταν σκότωσε από αντιζηλία τον μαθητή του… …   Dictionary of Greek

  • ιππουρίτης — (Ηippurites). Γένος ελασματοβραγχίων μαλακίων που έχει εκλείψει. Το όστρακό τους ήταν εξαιρετικά παχύ και ογκώδες και σχημάτιζε δύο άνισα ανοίγματα. Το δεξί είχε κωνική μορφή, ενώ το αριστερό ήταν μικρότερο και χρησίμευε ως επιστόμιο. Τα ζώα αυτά …   Dictionary of Greek

  • κρητιδικό — Η πιο πρόσφατη περίοδος του μεσοζωικού αιώνα. Η ονομασία της προέρχεται από την κρητίδα, τη γνωστή κιμωλία, πέτρωμα μαλακό, ασβεστολιθικό και σχεδόν λευκό, που αποτέθηκε κατά το τέλος του κ. σε εκτεταμένες ζώνες της βορειοανατολικής Ευρώπης (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”